Για μια άλλη παγκοσμιοποίηση

 άρθρο στην εφημερίδα “Πρώτη” – 7 Δεκεμβρίου 2003

Του Kώστα Πώποτα*

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ο νεόκοπος όρος «παγκοσμιοποίηση» αναζωπύρωνε την ιδεαλιστική προσέγγιση που ο Σατωβριάνδος εξέφραζε γύρω στο 1840 για τις προοπτικές παγκόσμιας διάδοσης των ιδεών ως συνέπεια της τεχνολογικής προόδου (του τηλεγράφου και της ατμομηχανής για να ακριβολογούμε), αποκάλυψης των οικονομικών ανισοτήτων με συνέπεια και την εξαφάνισή τους, σύγκλισης των γλωσσών, δημοκρατικοποίησης της γνώσης. Η σύγχρονη επανέκδοση των αντιλήψεων αυτών επιταχύνθηκε μεν από τις τεχνολογικές εξελίξεις και ιδίως το Ιντερνετ και εξοπλίστηκε με αντίστοιχο ουτοπιστικό περιεχόμενο, εξετράφη όμως από οράματα αχανών οικονομικών αυτοκρατοριών, εξαφάνισης των εμποδίων στις συναλλαγές, καλλιέργειας ενιαίας καταναλωτικής συμπεριφοράς. Το μήνυμα ήταν σαφές: τα εθνικά σύνορα ήταν πολύ στενά για τους σύγχρονους επιχειρηματικούς οργανισμούς άρα έπρεπε να καταργηθούν (τάδε έφη ήδη από το 1967 ο Τζώρτζ Μπωλ, υφυπουργός οικονομικών των ΗΠΑ), οι κυβερνήσεις έπρεπε να λειτουργούν με βάση τις ανάγκες των οικονομικών συμφερόντων. Το μέσο βεβαίως ήταν εξαγγελίες για βελτίωση της ποιότητας ζωής του συνόλου της ανθρωπότητας με ορθή ανακατανομή και ευκολία πρόσβασης σε προϊόντα ανεξαρτήτως απόστασης από την παραγωγή, το «δικαίωμα» του πελάτη για βελτιωμένες και αναβαθμισμένες υπηρεσίες κλπ.

Πρόκληση των καιρών για κάθε σύγχρονο πολιτικό σύστημα η «παγκοσμιοποίηση » απέτυχε να διαγράψει μια νέα ισοπολιτειακή, έντιμη και αναδιανεμητική παγκόσμια τάξη. Αντίθετα κατέστη εργαλείο για τον έλεγχο του παγκόσμιου εμπορίου από μεγάλους οικονομικούς πολυεθνικούς οργανισμούς. Με παράλληλα εργαλεία την κανονιστική απορύθμιση, την περιστολή δηλαδή του ελέγχου του κράτους σε καίριους οικονομικούς τομείς, το « new public management » (την «επανίδρυση» της δημόσιας διοίκησης βάσει ιδιωτικοοικονομικών αρχών) και σύμμαχο την έντονα παρεμβατική – κατά παρέκκλιση των αρχών του φιλελευθερισμού – αμερικανική αμυντική εμπορική πολιτική, οι μεγάλες επιχειρήσεις απέκτησαν πολιτική «ατζέντα» την οποία σε μεγάλο βαθμό επέβαλαν στα κράτη εντός των οποίων δραστηριοποιούνται, για να ανατρέψουν εθνικές οικονομικές επιλογές αλλά και να διαρρήξουν την πολιτική και νομοθετική συνοχή τους. Η δηλωμένη πλέον πρόθεση αυτών των οργανισμών να επιβάλλουν την υπεροπλία της οικονομικής δράσης απέναντι στη λαϊκή εντολή, αποτελεί ευθεία απειλή για τον πολιτικό κόσμο. Ειδικότερα όταν εκδηλώνεται σε συστοιχία με επιθέσεις ιδιόμορφων οικονομικών συμφερόντων (βλ. Soros) απέναντι σε καταστροφικές πολιτικές ανεύθυνων πολιτικών σχηματισμών (όρα κυβέρνηση Μπους) με τρόπο που να χαρακτηρίζει αρνητικά συλλήβδην όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.

Μέσα στο χαοτικό σύμπλεγμα των αποχαλινωμένων διεκδικήσεων παντός χρώματος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αυτού του είδους, οι υπεύθυνες και σώφρονες πολιτικές δυνάμεις αδυνατούν να κάνουν τη φωνή τους ακουστή. Έτσι οι δικαιολογημένες διαμαρτυρίες και φόβοι ομάδων πολιτών που θίγονται, αναγκάζονται να εκδηλώνονται με τρόπους που εύκολα στιγματίζονται ή αποτελούν αντικείμενο χειραγωγίας από λαϊκιστικές και ακραίες αντιλήψεις. Με φωνή μεγαλύτερη από το αποτέλεσμα τους ή από την έκφραση υπεύθυνων προοδευτικών φορέων, οι ακραίες εκφάνσεις αποκτούν απήχηση στις μάζες, και αντιδράσεις βίαιες και τρομακτικές (όρα και τρομοκρατικές). Και δικαιολογούν έτσι νέες επιθέσεις κατά της πολιτικής τάξης, δίνουν βάση σε απαξιωτικές κρίσεις για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και θέση σε συμπεράσματα ότι η πολιτική πρέπει πλέον συστηματικά να υποχωρεί απέναντι στην οικονομία (με την στενότερη φυσική της έννοια, την υπεράσπιση των συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων). Πώς μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτή την οργανωμένη επίθεση κατά της πολιτικής;

Πως μπορούμε να εκφράσουμε στον πολίτη με καθαρό λόγο ότι συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες του; Πώς μπορούμε να τον πείσουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να στρέψουμε τον ρου της παγκοσμιοποίησης σε κοίτη ευκαιριών ωφέλιμων για τον πολίτη του κόσμου; Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε τις διεθνείς συμμαχίες, που θα το επιτρέψουν; Πώς θα συνδέσουμε το τοπικό με το διεθνές στην προσπάθεια αυτή;

Στην Ευρώπη οι σοσιαλιστές θέλουν και τολμούν απαντήσεις στην πρόκληση αυτή των καιρών. Γνωρίζουν και διαπιστώνουν ότι η διεθνής αλληλεγγύη μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα στην φτώχειας, κύριο παράγοντα πρόκλησης εξαγώγιμων ανωμαλιών όπως η τρομοκρατία, η διαφθορά, η οικονομική και άλλη εγκληματικότητα. Διαμορφώνουν προτάσεις για να αναμορφώσουν την διεθνή τάξη. Έχουν την πεποίθηση ότι η «φιλανθρωπική» προσέγγιση ισχυρών οικονομικών παραγόντων και μηχανισμών δεν είναι απάντηση. Οι σοσιαλιστές επιθυμούν την γνήσια απελευθέρωση του εμπορίου προς όφελος των μικρών χωρών, των «αλλοκοσμικών», την οικονομική ενδυνάμωση των ασθενέστερων από αυτά με μια σύγχρονη διεθνή «σεισάχθεια»- κατάργηση ή περιορισμό ή ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων κρατών- και την εγγύηση των επιτευγμάτων με την μετάγγιση κοινωνικού κεκτημένου στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Αποδεικνύουν – τουλάχιστο στον ευρωπαϊκό χώρο – πολιτική τόλμη αλλά και την ικανότητα εξεύρεσης λύσεων και σχεδιασμού προτάσεων που επιδιώκουν την συνεργασία κυβερνήσεων, κομμάτων, πολιτικών κινήσεων, ομάδων πολιτών, αλλά φυσικά και οικονομικών φορέων. Επιθυμούν η βελτίωση να επέλθει από το υστέρημα της Ευρώπης, μακριά από εγωκεντρική άμυνα γύρω από την οικονομική δυσπραγία. Και το κάνουν τώρα, πριν είναι αργά, για να θέσουν τις βάσεις μιας νέας διεθνούς προοδευτικής συστράτευσης. Το κάνουν τέλος χωρίς να ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με τον αμερικανικό παράγοντα. Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟK εκφράζει γνήσια και ενεργητικά αυτό το νέο προβληματισμό, όπως τονίστηκε στην ομιλία του Πρωθυπουργού στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο με θέμα “Σύγχρονοι Σοσιαλιστές-Νέες Απαντήσεις” που έγινε την περασμένη Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου. Το κάνει υπεύθυνα, χωρίς να διακινδυνεύει τα εθνικά συμφέροντα, αλλά και χωρίς να αναλύει τα οικονομικά προβλήματα αποκλειστικά και μόνο μέσα από το εθνικό μας πρίσμα (συχνά παραμορφωτικό, αν υπέρ το δέον φιλελεύθερο). Αυτός και μόνο ο λόγος θα αρκούσε για να τύχει της εμπιστοσύνης σας στις επόμενες εκλογές.

* Ο Kώστας Πώποτας, δικηγόρος, επιστήμονας νομικής πληροφορικής, ειδικευμένος στο ιδιωτικό διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, στέλεχος του Δικαστηρίου των Εκ και πρόεδρος του ΔΣ του κοινού Συστήματος Ασφάλισης Ασθενείας των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος του παραρτήματος Βελγίου/Λουξεμβούργου του ΙΣΤΑΜΕ, είναι υποψήφιος βουλευτής Μαγνησίας με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟK.

Σχετικές δημοσιεύσεις